άκρη

άκρη
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων.
* * *
και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια)
1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή προς το κέντρο ή το μέσο), τέλος, τέρμα, ακραίο σημείο, άκρο
2. το έσχατο σημείο τής στεριάς προς τη θάλασσα, ακρωτήρι
νεοελλ.
1. μικρή έκταση ή ποσότητα
2. απόκεντρο, απόμερο μέρος, γωνιά
3. η αρχή, το αίτιο ή ο σκοπός μιας πράξης ή ενός γεγονότος
4. (στους Βυζ. ο πληθ.) αἱ ἄκραι
τα ασιατικά σύνορα τού κράτους (πρβλ. ακρίτες*)
5. φρ. «άκρη-άκρη» (ως επίρρ.), εντελώς στην άκρη, στο πιο ακραίο σημείο, «τσίμα-τσίμα»
«άκρες-μέσες», όχι συνοπτικά αλλά επιφανειακά, ανεπαρκώς, περίπου
«απ’ άκρη σ’ άκρη», σ’ όλη την έκταση ή το μήκος, παντού
«βρίσκω (ή βγάζω) την άκρη», α) καταλήγω σε συμπέρασμα, συμφωνώ, β) εξιχνιάζω
«όπου με βγάλει η άκρη», είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι αδιαφορώντας για την τελική έκβαση
«στην άκρη τού κόσμου», στα πέρατα τού κόσμου, πολύ μακριά, απομακρυσμένα
αρχ.
1. το ψηλότερο σημείο, κορυφή
2. ύψωμα
3. φρούριο ή ακρόπολη κτισμένη σε απόκρημνο ύψωμα που να δεσπόζει σε μια πόλη (στον Όμ. ἄκρη πόλις, που αργότερα καθιερώθηκε ως ἀκρόπολις)
4. τα άκρα, το πέρας, ως μαθηματικός όρος
5. (επιρρ. φρ.) «κατ’ ἄκρης», από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς
από ψηλά, από επάνω
«παρ’ ἄκρας», στο τέλος, στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. τού επιθ. ἄκρος, με χρήση ουσ.
ο τ. άκρια (πρβλ. και κάμπια, φώκια κ.τ.ό.) θεωρείται αναλογικός σχηματισμός κατ’ άλλα ονόματα σε -ια (πρβλ. θερίστρια, χορεύτρια, ψάλτρια κ.ά.), χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να προήλθε από συμφυρμό τών λ. άκρη και άκρα. Από τον νεώτερο αυτό τύπο προέρχονται το επίθ. ακριανός και το ουσ. ακριώτης.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) ακρίτης
νεοελλ.
ακρί, ακρινός, ακρίτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκρη — άκρη, η και άκρια, η 1. τοσημείο στο οποίο τελειώνει κάτι: Το ξύλο έχει δύο άκρες. 2. μικρό μέρος: Κληρονόμησα κι εγώ μια άκρη αμπελιού. 3. συνηθισμένη φράση: Μένει στην άκρη του κόσμου, μένει πολύ μακριά. 4. επιρρημ. εκφρ. «Kάτσε στην άκρη»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄκρη — ἄκρα highest fem nom/voc sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄκρος at the farthest point fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρῃ — ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρηι , ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρηι — ἄκρῃ , ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρῃ , ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση …   Dictionary of Greek

  • Garçons d'Athènes — Données clés Titre original Από την άκρη της πόλης (Apo tin akri tis polis) Réalisation Constantinos Giannaris Scénario Constantinos Giannaris Société …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”